- προσμετρώ
- προσμετρῶ, -έω, ΝΑ, και προσμετράω Νσυναριθμώ, προσυπολογίζω, συνυπολογίζω.αρχ.1. καταβάλλω πρόσθετη οφειλή σε είδος2. συνάπτω, συνδέω3. (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ προσμετρούμενα(σχετικά με φόρο) πρόσθετο ποσοστό.
Dictionary of Greek. 2013.